- κοσμοφόρος
- κοσμοφόρος, ὁ (ΑM)επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπέςμσν.(για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμοαρχ.αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο-φόρος, μυρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.