κοσμοφόρος

κοσμοφόρος
κοσμοφόρος, ὁ (ΑM)
επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπές
μσν.
(για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμο
αρχ.
αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο-φόρος, μυρο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμοφόρος — one who carries ornaments in procession masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοφόρου — κοσμοφόρος one who carries ornaments in procession masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφορώ — κοσμοφορῶ, έω (Α) [κοσμοφόρος] (για την κιβωτό τού Νώε) μεταφέρω κόσμο («ἡ Νῶε κιβωτὸς ἐν τῷ... κατακλυσμῷ κοσμοφοροῡσα... ὑπήνεγκεν τοὺς κλύδωνας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικοί τάφοι — Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της αρχαίας ταφικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για υπόγεια τυμβόχωστα κτίρια. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους μ.τ. είναι τα εξής: είναι όλοι τους υπόγειοι· είναι όλοι κτίρια οπωσδήποτε μεγαλύτερα από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”